Ο οικισμός της παλιάς Λυκόρραχης

Το παλαιό ερειπωμένο χωριό της Λυκόρραχης, αντιστέκεται στο χρόνο και με το δικό του τρόπο μιλάει για τα περασμένα. Η εξέλιξή του έχει σχέση με την ανθρώπινη εγκατάσταση σ΄ αυτόν το χώρο.

     Τον οικισμό της πρώην Λυκόρραχης αποτελούσαν έξι κυρίως μαχαλάδες, οι οποίοι στη γέννησή τους προέρχονταν από μια οικογένεια ή «σύνολα συγγενικών οικογενειών κοινής καταγωγής». Αυτοί οι μαχαλάδες εξελίχθηκαν σταδιακά σε τρεις γειτονιές: των Φασουλαίων, με πηγή ύδρευσης των κατοίκων της από τη θέση Τρικαλινή. Τη γειτονιά των Σδουκαίων, η οποία προήλθε από τη συγχώνευση με το μαχαλά των Κολωνιαραίων και υδρεύονταν  από τις πηγές Συρράδες και Μάτσιακα και τη γειτονιά των Καρανικάδων στην οποία ενσωματώθηκαν οι μαχαλάδες  των Τσιάδων και των Νουτσαίων με πηγή ύδρευσης στη θέση Μάτσιακα. Οι παραπάνω υπαίθριες  κρήνες – βρύσες,  βρίσκονταν πολύ κοντά στην κοίτη του αστείρευτου χείμαρρου της Ντιβόϊκας ή Λυγερής, από τα νερά του οποίου ποτίζονταν, όλες οι καλλιέργειες του χωριού.  

      Οι γειτονιές απείχαν αρκετά μεταξύ τους, επειδή η μορφολογία του εδάφους ήταν έντονα επικλινής και επειδή ήταν χτισμένες μεταξύ δύο ρεμάτων. Ωστόσο, αυτό το γεγονός των απομακρυσμένων γειτονιών διευκόλυνε την οικόσιτη κτηνοτροφία. Γενικότερα το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο, με διάσπαρτα σπίτια σε έκταση περίπου εκατό στρεμμάτων. Ενδεικτικό είναι ότι το πρώτο σπίτι της γειτονιάς των Νουτσαίων, στο δυτικό άκρο του οικισμού  (υψ. 928μ.), με το τελευταίο σπίτι της γειτονιάς των Φασουλαίων, στο  άλλο άκρο, το ανατολικό (υψ.1088μ.), απείχε περίπου ένα χιλιόμετρο.

   Στα μέσα της δεκαετίας 1950-1960 οι γειτονιές συνδέθηκαν μεταξύ τους με έναν κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο (καλντερίμι) μήκους επτακοσίων μέτρων περίπου,  κατασκευασμένο από Καντσιώτες μαστόρους. Επίσης την  ίδια χρονική περίοδο έκτισαν σε κάθε γειτονιά μια πέτρινη σκεπαστή βρύση με οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι τρείς βρύσες  σώζονται ακόμα και εντυπωσιάζουν με τα εξάγωνα σχήματα από ημιλαξευτή ντόπια πέτρα, αρμολογημένη με ελάχιστη χρήση αμμοκονιάματος (φόρμα).

    Στο κέντρο του χωριού ήταν η γειτονιά των Σδουκαίων, καθώς ανέκαθεν εκεί προϋπήρχαν τα καφενεία, το σχολείο και η κεντρική εκκλησία των πολιούχων  Αγίων Ταξιαρχών, η οποία χτίσθηκε το έτος 1928 από το χωριανό εργολάβο Χαράλαμπο Βάσο (1860-1940) και το μπουλούκι των  Πυρσογιαννιτών μαστόρων. Το σωζόμενο κτίριο του δημοτικού σχολείου χτίστηκε το έτος 1956 από Τζουμερκιώτες μαστόρους. Στο προαύλιο χώρο του υπήρχε το παλιότερο κτίσμα του σχολείου, το οποίο είχε κτισθεί το έτος 1910 και κάηκε το έτος 1948.

       Ακόμα στο κέντρο του χωριού σώζεται για παραπάνω από τρεις αιώνες  το επιβλητικό διώροφο σπίτι, το Τρουλέϊκο, όπως αποκαλείται από τους ντόπιους.  Το σπίτι επικοινωνούσε περιμετρικά με άλλα κτίσματα της ίδιας οικογένειας. Ήταν τριώροφο, δηλαδή είχε ένα πάτωμα ακόμα, το οποίο κατεδαφίσθηκε από τους ιδιοκτήτες τους περίπου το 1935.

    Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό και στο χώρο του πρώην νεκροταφείου σώζεται σήμερα ένα άλλο αντιπροσωπευτικό παραδοσιακό κτίσμα των Καντσιωτών μαστόρων, η Eκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το κτίσμα αυτό παρουσιάζει αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, καθώς έχει σταυροειδές σχήμα, κτίσθηκε το 1946 με δαπάνες του Θωμά Δ. Φασούλη (1914-1946) και με υλικά  από την παλαιότερη εκκλησία που  βρισκόταν  15 μ.μ.  βορειοδυτικά, η οποία είχε καεί το έτος 1944.                  

       Υπάρχει εντύπωση ό,τι η Λυκόρραχη ήταν ανέκαθεν κτηνοτροφικό χωριό. Αυτό δεν ισχύει, καθώς υπάρχουν αδιάψευστα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι το παλιό Λούψικο (Λούψ΄κο) ήταν μαστοροχώρι, όπως τα  όμορα χωριά της περιοχής. Σε λιθανάγλυφη επιγραφή της Ναού Αγίας Τριάδας Ελληνικού Ιωαννίνων (Λοζέτσι) αναφέρεται ό,τι χτίσθηκε από Λουψιώτες και Σελτσιώτες μαστόρους το έτος 1800. Η οικογένεια του πρωτομάστορα Τσαντήλα Δημ. Κων/νου, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1849 στο Λούψ΄κο, μετοίκησε στις Παπαδάτες Αγρινίου και το έτος 1870 έχτισε την εκκλησία των Αγίου Κων/νου και Ελένης. Επίσης τα αδέλφια Νικόλας και  Μάνθος Φασούλης περίπου στα μέσα του 18ου αι. έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κουνινά Αιγίου. Τα παιδιά του Νικόλα, ο Γιάννης, ο Βασίλειος και ο Χαράλαμπος τις πρώτες δεκαετίες του 1900 είχαν συγκροτήσει κομπανία μαστόρων στο Αίγιο. Ο πατέρας μου Βασίλειος Νικ. Φασούλης (1907 – 1972),  εργάσθηκε μαζί τους στα μέσα της δεκαετίας 1920 – 30. 

     Τις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση από την τουρκοκρατία και μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με την  οικονομική ανάκαμψη των κατοίκων, προέκυψε η ανάγκη για μεγαλύτερα και πιο λειτουργικά σπίτια καθόσον η ανέγερσή τους ήταν εφικτή σε θέματα τεχνιτών (μαστόρων) και υλικών. Αυτήν την περίοδο στο χωριό δραστηριοποιούνταν δύο-τρία μπουλούκια ντόπιων μαστόρων, τα οποία λειτουργούσαν με βάση το εθιμικό δίκαιο και την ανάλογη ιεραρχία αρχιμάστορας, κτίστες, καλφάδες και τσιράκια.

      Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο της μεταφοράς του χωριού(1971-1973), παραπάνω από είκοσι διώροφα σπίτια του χωριού Λυκόρραχης  ήταν χτισμένα από το μπουλούκι  των Κολουσαίων μαστόρων. Το συγκροτούσαν τα παιδιά και εγγόνια του Νικόλα (Κολούση) Σδούκου, ήτοι του Δημοσθένη με τα εγγόνια του  Σωτήρη (1905 -1948), Νικολάκη (1907-1949) και Θωμά (1910 – 1988). Επίσης των παιδιών του από τη δεύτερη σύζυγο Λάμπρο Σδούκο (1887-1976) και τον ετεροθαλή αδελφό του Χρήστο Σινάνη ή Φασούλη (1870 – 1938) με καταγωγή της μητέρας των από τη Χρυσή Καστοριάς, ο οποίος έφερε  το ψευδώνυμο του «Καλόγερου», επειδή είχε εργασθεί στο Άγιο Όρος. Ο τελευταίος μας άφησε το σπουδαίο κτίσμα της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου με λιθανάγλυφη κτητορική επιγραφή του έτους 1923. Μια άλλη αξιόλογη κομπανία μαστόρων ήταν αυτή  των  Καρανικάδων (Καραν’κάδων), το οποίο αποτελούσαν ο αρχιμάστορας και πολύ καλός πελεκάνος Καρανίκας Ευάγγελος του Στεργίου (1884 – 1956), με τα αδέλφια του Γρηγόρη (1889 – 1969), Χρήστο (1902 – 1962) και Μιχαήλ (1900 – 1993), αλλά και τα συγγενικά πρόσωπα  Καρανίκα Θεόδωρο του Κων/νου (1859 – 1949) και Καρανίκα Θωμά του Κων/νου (1910 – 1998).

      Ο τρόπος χτισίματος των λιθοδομών ήταν οριζόντιος, καθώς θεωρούσαν ότι ήταν πιο ανθεκτικός. Τα σπίτια ήταν χτισμένα από ένα μίγμα ακατέργαστης και ημικατεργασμένης σχιστολιθικής ή ασβεστολιθικής πέτρας, οι οποίες ήταν διάσπαρτες στα παρακείμενα ρέματα του χωριού.  Τα αγκωνάρια ήταν συνήθως ήταν μαλακές πέτρες βγαλμένες από την περιοχή Κρυονέρια, οι οποίες κατεργάζονταν από έμπειρους λιθοξόους. Για την αντισεισμική ασφάλεια η τοιχοποιία ενισχύονταν με ανθεκτικές κέδρινες και δρύινες ξυλοδεσιές.  

       Όλα σχεδόν τα σπίτια των παραπάνω μαστόρων ήταν ορθογώνια και ημιδιώροφα. Ένα   πετρόκτιστο κλασσικό αγροτικό σπίτι, με ισόγειο με υποτυπώδη πάνω όροφο, είχε την παρακάτω διαρρύθμιση. Μπαίνοντας στο ισόγειο, αριστερά ήταν  το μαντζάτο, το οποίο χρησίμευε ως χειμερινό δωμάτιο,  διότι εκεί υπήρχε το τζάκι και  πρόσφερε τη θέρμανση σ΄ όλη την οικογένεια. Ο απέναντι και προς τα δεξιά χώρος, χρησίμευε ως αποθήκη των τροφίμων. Στο διάδρομο υπήρχαν τα αμπάρια με τη γεωργική παραγωγή (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι κ.α.). Ο επάνω όροφος, ο οποίος συνδέονταν με το ισόγειο με εσωτερική ή εξωτερική σκάλα, ήταν ο νουντάς, δηλαδή το επίσημο δωμάτιο που δεχόταν τους επισκέπτες στις γιορτές και τις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Τον υπόλοιπο χώρο τον αποτελούσαν η σάλα και ένα δωμάτιο ή δύο δωμάτια τα οποία ήταν κρεβατοκάμαρες με ντουλάπες ρούχων και κλινοσκεπάσματα. Δίπλα από κάθε σπίτι, ανάλογα με το εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας, υπήρχαν πρόσθετα κτίσματα τα οποία εξυπηρετούσαν τις γεωργοκτηνοτροφικές ανάγκες του νοικοκυριού. Εξάλλου στη συντριπτική πλειοψηφία τα σπίτια της παλιάς Λυκόρραχης δεν διέθεταν αυλόγυρο.

     Τα μετεμφυλιακά χρόνια στο χωριό παρέμειναν ελάχιστοι κτίστες και τα ντόπια μπουλούκια διαλύθηκαν. Κάποια από τα μέλη τους «χάθηκαν» στον πόλεμο και κάποιοι άλλοι βρέθηκαν πολιτικοί πρόσφυγες στις πρώην σοσιαλιστικές «λαϊκές» χώρες. Ωστόσο οι ανάγκες για ανοικοδόμηση ήταν μεγάλες, τόσο επιτακτικές. Η πλειοψηφία των νέων σπιτιών αυτή την περίοδο ήταν μικρότερα και ισόγεια (στρωτά), προφανώς λόγω της οικονομικής ανέχειας. Τα περισσότερα χτίστηκαν από μπουλούκια μαστόρων από τη γειτονική Χρυσή ή Σλάτινα Καστοριάς, αφού και αυτό χωριό ανήκε στο ορεινό όγκο του Γράμμου και ήταν μαστοροχώρι.

     Όταν το έτος 1972 μεταφέρθηκε το χωριό στη νέα θέση τουλάχιστον δέκα σπίτια είχαν κτισθεί την τελευταία δεκαετία και ανήκαν σε επαναπατριζόμενους πολιτικούς πρόσφυγες από την Αλβανία. Αυτές οι οικογένειες αναγκάστηκαν, μέσα σε λίγα χρόνια, να υποβληθούν στη σκληρή ψυχολογική και οικονομική δοκιμασία της ανέγερσης δύο σπιτιών. Η πλειοψηφία των πολιτικών προσφύγων επαναπατρίσθηκε την περίοδο 1975-1981. Όσο ήταν στην προσφυγιά κράτησαν ζωντανές τις μνήμες και ζούσαν με τη νοσταλγία του χωριού. Όταν η επιθυμία τους εκπληρώθηκε, ήρθαν αντιμέτωποι με την οδυνηρή πραγματικότητα και  υπέστησαν διπλό δυσβάσταχτο πόνο. Βρήκαν ένα χωριό ακατοίκητο, δίχως να υπάρχει κάποια πρόβλεψη για την δική τους στεγαστική αποκατάσταση στο νέο οικισμό.