Πολιτιστικά στοιχεία & Αξιοθέατα

Η Λυκόρραχη, αντίθετα με μια αρκετά διαδεδομένη, πλην όμως εσφαλμένη εντύπωση, υπήρξε μαστοροχώρι και διεκδικεί μερίδιο από το πολιτισμό της πέτρας των Μαστοχωρίων. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ανεξίτηλη λιθανάγλυφη επιγραφή της εκκλησίας Αγίας Τριάδος στο Ελληνικό Ιωαννίνων, ρυθμού Βασιλικής, αφού σύμφωνα με τα αναγραφόμενα κτίσθηκε το 1801 από μαστόρους της Σέλτσης (Οξυάς) και του Λούψ΄κου (Λυκόρραχης-Κεφαλοχωρίου). Επίσης, σπουδαίοι ντόπιοι χτίστες, οι Νικόλας  Φασούλης και Κωνσταντίνος Τσαντίλας, από το Λούψικο, στα μέσα του 19ου αιώνα μετοίκησαν και εγκαταστάθηκαν ο πρώτος στην Κουνινά Αιγίου και ο δεύτερος στους Παπαδάτες Αγρίνιου, αφήνοντας περίτεχνα έργα.

Η τέχνη της πέτρας και του ξύλου ήταν διαδομένη σε όλα τα χωριά της περιοχής, καθώς η ηπειρωτική γη τους τα πρόσφερε απλόχερα. Τα υλικά αυτά χρησίμευαν στην κατασκευή των σπιτιών τους, των γεφυριών, των καλντεριμιών, αλλά σταδιακά και για επαγγελματική απασχόληση. Ωστόσο, η κυρίως απασχόληση παρέμεινε αγροτική και κτηνοτροφική. Οι Λυκορραχίτες αντιστάθηκαν στην άγονη φύση και με αυταπάρνηση δραστηριοποιήθηκαν στην καλλιέργειά της, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο. Μετά την απελευθέρωση του 1913, οι κάτοικοι, αν και απομονωμένοι, διεκδίκησαν με πείσμα τη μικρή ιδιοκτησία, επιδιώκοντας την αυτάρκεια. Έτσι, πριν την έλευση του 2ου Παγκόσμιου Πόλεμου το σιτάρι ήταν το κοινό αγροτικό προϊόν που έσωσε το χωριό από την πείνα της Κατοχής. Μέσα από το μόχθο και τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση αναπτύχθηκαν οι θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής και κατ΄ επέκταση, μέσα από αυτές, οι αξίες του συναγωνισμού και της συνεργασίας, με σεβασμό πάντοτε στη  λαϊκή παράδοση και το φυσικό περιβάλλον.